πιλάστρι

πιλάστρι
και πίλαστρο, το, Ν
τετράγωνη κολόνα στην οποία καταλήγει ένας τοίχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. pilastro].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παραστάδα — παραστάδα, η και παραστάτης, ο το πλαϊνό δοκάρι ή ο πλαϊνός τοίχος του ανοίγματος της πόρτας, αλλιώς μόστρο ή πιλάστρι: Ακούμπησε στην παραστάδα της πόρτας και κοίταξε στο δωμάτιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”